- ἐπεκφέρω
- ἐπεκ-φέρω,A carry out, f. l. for ὑπ- in Plu.Alex.26.II seek to enforce a contract, PEleph.1.14,16 (iv B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀντεπεξηνέχθην — ἀντί ἐπεκφέρω carry out aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀντί ἐπεκφέρω carry out aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek